- προσηλώμενοι
- προσηλόωnailpres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic)προσηλόωnailpres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσηλωμένοι — προσηλόω nail perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός … Dictionary of Greek
ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… … Dictionary of Greek
μεροπλαγκτόν — το βιολ. το σύνολο τών πλαγκτονικών οργανισμών οι οποίοι μόνο κατά τη μία φάση τού κύκλου ζωής τους ανήκουν στο πλαγκτόν, ενώ κατά τις άλλες είναι προσηλωμένοι, βενθόβιοι ή παρασιτικοί … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Κούρδοι — Ημινομαδικός λαός της Μικράς Ασίας, με αριθμητικά σημαντικές εθνικές μειονότητες στην Τουρκία, στο Ιράκ και στο Ιράν. Οι Κ., στην πλειονότητά τους, ασχολούνται με την κτηνοτροφία και με εποχικές χειρωνακτικές εργασίες. Μουσουλμάνοι σουνίτες,… … Dictionary of Greek
Λευί — Μία από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, η οποία δεν πήρε κλήρο στην κατακτημένη Χαναάν, αλλά διασκορπίστηκε σε όλη τη χώρα. Η φυλή Λ., η οποία έμεινε πιστή στον Θεό κατά το επεισόδιο του χρυσού μόσχου (Έξοδος, κβ’), καθιερώθηκε από τον Θεό στη θέση… … Dictionary of Greek
Παλαιότουρκοι — Έτσι ονομάστηκαν, σε αντίθεση με τους Νεότουρκους, οι οπαδοί των αντιδραστικών και αντεπαναστατικών τάσεων στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ήταν εχθροί κάθε κοινωνικής και πολιτικής μεταρρύθμισης και βαθιά προσηλωμένοι στον ιερό νόμο και τον… … Dictionary of Greek